Ξανθότητα

Ξανθότητα
Ξανθότης
yellowness: fem acc sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξανθότητα — η (Α ξανθότης, ητος) [ξανθός] η ιδιότητα τού ξανθού, το ξανθό χρώμα, ιδίως τών μαλλιών («τὰ πέραν τοῡ Ῥήνου Γερμανοὶ νέμονται, μικρὸν ἐξαλλάττοντες τοῡ Κελτικοῡ φύλου τῷ τε πλεονασμῷ τής ἀγριότητος και τής ξανθότητος», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • ξανθότητα — η η ιδιότητα του ξανθού, το ξανθό χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ξανθότητα — Ξανθότης yellowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθότητα — ξανθότης yellowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EDOM — I. EDOM regio in tribu Iuda, quae et Idumaea, 1 Reg. c. x 1. v. 14. Isai. c. 34. v. 6. ab Edom, h. e. Esau dicta. Ioseph. Antiqq. l. 2. τὴν δὲ χώραν οὕτως προσηγόρευϚεν. Ε῞λληνες δ᾿ ἐπὶ τὸ σεμνότερον λ δουμαίαν ὠνόμασαν. Undiquaque munita… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”